Η νέα τραγωδία στη Θεσσαλία αποτελεί άλλη μια απόδειξη της γύμνιας του «επιτελικού» κράτους.
Για άλλη μια φορά ακούμε την κυβερνητική προπαγάνδα να αποδίδει την καταστροφή στα «ακραία καιρικά φαινόμενα». Για άλλη μια φορά παρακολουθούμε την προσπάθεια μετατόπισης των ευθυνών από τον ένα υπουργό στον άλλο, από τα υπουργεία στις περιφέρειες, από την τωρινή στις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Οι δικαιολογίες που επιστρατεύονται είναι προκλητικές και αντιφατικές. Οι ίδιοι που μετά από κάθε καταστροφή επικαλούνται τα «ακραία» και «πρωτοφανή» -όπως λένε- φαινόμενα, είναι οι ίδιοι που μας βομβαρδίζουν τα τελευταία χρόνια με την «κλιματική κρίση».
Πώς εξηγούν, λοιπόν, ότι δεν υπάρχουν ολοκληρωμένα σχέδια πολιτικής προστασίας; Εκτός και αν εννοούν ότι για να εφαρμοστεί σχέδιο αντιπλημμυρική προστασίας πρέπει να έχουμε λιακάδα ή για να εφαρμοστεί σχέδιο πυροπροστασίας, πρέπει να είναι χειμώνας και η φωτιά να εκδηλωθεί στην πεδιάδα.
Όπως κάθε φορά μετά από κάθε καταστροφή, ακούμε πάλι τις υποσχέσεις της κυβέρνησης ότι τάχα τώρα θα υπάρξουν ολοκληρωμένα σχέδια προστασίας και θα υλοποιηθούν τα αναγκαία έργα. Τις ίδιες υποσχέσεις είχαμε ακούσει και πέρσι όταν κάηκε το δάσος της Δαδιάς, που κάηκε ξανά φέτος, όταν κάηκε η Αττική, που κάηκε ξανά φέτος, όταν ο Ιανός είχε χτυπήσει και πάλι τη Θεσσαλία το 2020.
Η πείρα μας δείχνει ότι με όλες τις κυβερνήσεις των κομμάτων του συστήματος ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, με όλες τις περιφερειακές και δημοτικές αρχές που στηρίζονται από αυτά τα κόμματα, καιγόμαστε το καλοκαίρι και πνιγόμαστε το χειμώνα.
Στην πραγματικότητα, όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις υλοποιούν ένα πλαίσιο πολιτικής προστασίας, που στην πράξη σημαίνει ότι αφήνεται να εκδηλωθεί μια καταστροφή «και όπου βγει», γιατί το κόστος για το κεφάλαιο και το κράτος του είναι μικρότερο σε αυτή την περίπτωση, σε σχέση με το κόστος της ουσιαστικής πρόληψης.
Δε χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να αξιολογήσει ότι τα υπάρχοντα σχέδια δεν εξασφαλίζουν την πραγματική προστασία. Απουσιάζει ουσιαστική εκτίμηση διακινδύνευσης, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κινδύνων και την αλληλεπίδρασή τους. Απουσιάζει σχεδιασμός πρόληψης με σκοπό τη μείωση της τρωτότητας και την ελαχιστοποίηση του κινδύνου. Αναγκαία έργα αντιπλημμυρικής
θωράκισης δεν μπαίνουν σε προτεραιότητα, δεν θεωρούνται «επιλέξιμα» στους αντιλαϊκούς προϋπολογισμούς και στα κονδύλια της ΕΕ. Τα όποια έργα υλοποιούνται δεν εντάσσονται σε έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό που θα παίρνει υπόψη ολόκληρη τη λεκάνη απορροής κάθε περιοχής, με κατάλληλες προδιαγραφές των έργων που να εξασφαλίζουν ουσιαστική προστασία. Είναι αποσπασματικά και συχνά δημιουργούν προβλήματα σε γειτονικές περιοχές. Η πολιτική εμπορευματοποίησης της γης και της χρήσης της οδηγεί στο μπάζωμα ρεμάτων και ποταμών, στην τσιμεντοποίηση, στην άναρχη δόμηση. Στην Αττική τα 2/3 περίπου των ανοιχτών ρεμάτων έχουν μπαζωθεί και χτιστεί ή μετατραπεί σε δρόμους.
Η πολιτική υποχρηματοδότησης, η πολιτική των «ματωμένων» πλεονασμάτων, οδηγεί στο να μη πραγματοποιούνται οι αναγκαίοι καθαρισμοί ρεμάτων και φρεατίων. Για παράδειγμα, η υπόγεια κοίτη του Κηφισού (ο οποίος παροχετεύει το 70% των υδάτων της Αττικής) είναι γεμάτη σκουπίδια και άλλα φερτά υλικά, εμφανίζει πρόβλημα διάβρωσης με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη στατική επάρκεια των
πλευρικών τοιχωμάτων.
Αυτή η πολιτική, που υλοποιείται από όλες τις μέχρι σήμερα κυβερνήσεις και περιφερειακές αρχές, είναι η αιτία για την απουσία σχεδίου ετοιμότητας και αντιμετώπισης έκτακτης ανάγκης που θα εξασφαλίσει την προστασία του πληθυσμού. Υπάρχουν σχέδια επί χάρτου, αλλά -όταν χρειάζεται να τεθούν σε εφαρμογή- βλέπουμε τις εικόνες απόγνωσης των κατοίκων να σκαρφαλώνουν σε
τραπέζια για να μην πνίγουν και τώρα να υπάρχουν τεράστιοι κίνδυνοι για την υγεία τους. Απουσιάζουν οι αναγκαίες υποδομές, προσωπικό (πυροσβεστική, διασώστες κ.ά.), εξοπλισμός και μέσα για απεγκλωβισμό, μεταφορά σε ασφαλή μέρη, αποκατάσταση. Καμία ενημέρωση και εκπαίδευση του πληθυσμού δεν έχει πραγματοποιηθεί.
Στη χώρα μας δεν υπάρχει καν θεσμοθετημένος φορέας, εξειδικευμένος στην υδρολογία, αρμόδιος για την έκδοση επίσημης προειδοποίησης σχετικά με τον κίνδυνο πλημμύρας, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, με αξιοποίηση των υπαρχόντων μοντέλων και τεχνικών μέσων, όπως χρήση ειδικών μετεωρολογικών RADAR σε συνδυασμό με δεδομένα επίγειων σταθμών σε πραγματικό χρόνο.
Δεν πρόκειται για τυχαία ελλείμματα, δεν πρόκειται για διαχειριστική ανικανότητα. Το αστικό «επιτελικό» κράτος είναι «ακραία ανίκανο» όταν πρόκειται για την προστασία και τις ανάγκες του λαού, ακριβώς γιατί είναι «ακραία ικανό» να διασφαλίζει πολλαπλά την κερδοφορία των ομίλων, επιστρατεύοντας και την καταστολή του εργατικού – λαϊκού κινήματος.
Αυτό το κράτος, ούτε θέλει, ούτε μπορεί να εξασφαλίσει την πραγματική προστασία του λαού από καταστροφές.
Ο λαός δεν πρέπει να μείνει θεατής στην «κανονικότητα» των συνεχόμενων καταστροφών που θέλουν να μας επιβάλουν.
Η μαχητική οργανωμένη δράση των δυνάμεων του ΚΚΕ, της ΚΝΕ, σωματείων, φορέων, της «Λαϊκής Συσπείρωσης» σε δήμους και Περιφέρειες, στην πρώτη γραμμή για να αντιμετωπιστούν οι πυρκαγιές το καλοκαίρι, τώρα για τον απεγκλωβισμό και την αλληλεγγύη στους πληγέντες της πλημμύρας στη Θεσσαλία, δείχνει τη δύναμη που έχει ο λαός.
Συνεχίζουμε σε αυτόν τον δρόμο, μπαίνουμε μαχητικά μπροστά ενάντια στην πολιτική σχεδιασμού της πολιτικής προστασίας με βάση το «κόστος – όφελος» για το κράτος των επιχειρηματικών ομίλων και τη διασφάλιση των «ματωμένων πλεονασμάτων». Μπαίνουμε μαχητικά μπροστά για να παρθούν όλα τα αναγκαία μέτρα προστασίας του λαού και του περιβάλλοντος και να υπάρξει πλήρης αποκατάσταση των πληγέντων.
*H Εύη Γεωργιάδου είναι υποψήφια περιφερειακή σύμβουλος Νοτίου Τομέα με τη «Λαϊκή Συσπείρωση Αττικής», Δρ. Χημικός Μηχανικός, μέλος της Αντιπροσωπείας του ΤΕΕ.