Skip to content

Αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Άρθρο του Φραγκίσκου Α. Κουτελιέρη στο 902.gr

Το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (ΕΑΑ) είναι ένα από τα λίγα δημόσια ερευνητικά ιδρύματα της χώρας. Πολύ πρόσφατα (1/9/2023) το ΕΑΑ ανακοίνωσε στοιχεία μέχρι και την 30ή Αυγούστου, όπως αυτά προκύπτουν από την ανάλυση των δεδομένων του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφόρησης για Δασικές Πυρκαγιές που επεξεργάστηκε η Πυρομετεωρολογική Ομάδα FLAME της μονάδας ΜΕΤΕΟ. Και αυτά τα δεδομένα των είκοσι τελευταίων ετών δείχνουν ότι στη χώρα μας είχαμε φέτος 20% λιγότερες μεγάλες δασικές πυρκαγιές, αλλά 270% αύξηση των καμένων εκτάσεων.

Προφανώς τα αντικειμενικά αυτά στοιχεία δεν άρεσαν στην κυβέρνηση. Και, κυρίως, δεν άρεσε καθόλου η δημοσιοποίησή τους. Οπότε, τόσο το χειρότερο για τα δεδομένα και για το ΕΑΑ. Τον χορό ξεκίνησε ο πρωθυπουργός που μίλησε για «κάποιους επιστήμονες που παρουσιάζουν τα δεδομένα υπερβολικά» κατά την εισήγησή του στο Υπουργικό Συμβούλιο της 1/9/2023.

Ακολούθησε η κ. Σοφία Βούλτεψη, η οποία μιλώντας στο «OPEN», όταν ρωτήθηκε για το γεγονός ότι οι μισές φωτιές πλέον αφήνουν πίσω τους υπερδιπλάσιες εκτάσεις καμένης γης, η ίδια με την ιδιότητα της υφυπουργού Μετανάστευσης απάντησε: «Αυτό είναι προπαγάνδα των αριθμών. Ο αριθμός των πυρκαγιών δεν έχει να κάνει με το μέγεθος των πυρκαγιών. Μία μέγα-φωτιά μπορεί να κάψει τα πάντα, ενώ δεν υπάρχουν άλλες φωτιές γύρω». Και μετά, παρέλαβε τη σκυτάλη ο κ. Πέτσας, ο οποίος σε τηλεοπτική εκπομπή στο «kontra» ξεκαθάρισε: «Ξέρετε τι βλέπω; Και δεν το βλέπω τώρα, το βλέπω από την εποχή που είχαμε χιονοπτώσεις και πλημμυρικά φαινόμενα, βλέπω μια… πολιτικοποίηση του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών που δεν μου αρέσει καθόλου».

Παραβλέπουμε το γεγονός ότι ουδείς από τους τρεις προαναφερθέντες έχει την παραμικρή επιστημονική σχέση με το συγκεκριμένο αντικείμενο, οπότε μπορεί και να αμφισβητήσει τα δεδομένα του ΕΑΑ. Όμως δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε πως, εργαλειοποιώντας ξανά κατά το δοκούν την επιστήμη και τα αποτελέσματά της, όπως άλλωστε έπραξε και επί πανδημίας, η κυβέρνηση θεωρεί πως οι επιστήμονες δεν πρέπει να έχουν ανεξάρτητο λόγο στον δημόσιο διάλογο και στην κοινωνία. Αντιθέτως, οι επιστήμονες οφείλουν να ενημερώνουν την κυβέρνηση για τα πορίσματά τους και η ίδια να κρίνει αν και πότε μπορούν να δημοσιοποιηθούν ή και «αξιοποιηθούν». Έτσι, οι επιστήμονες διαχωρίζονται σε ημέτερους και μη, ανάλογα με το αν τα αποτελέσματά τους και οι απόψεις τους είναι βολικά για να στηρίξουν τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης και να αποσείσουν από πάνω της την ευθύνη για τα αποτελέσματα των πολιτικών που εφαρμόζει. Η πλέον εκχυδαϊσμένη μορφή του διαχωρισμού αυτού ήταν την εποχή της πανδημίας όπου η ίδια, πρακτικώς, κυβέρνηση το ίδιο αυθαίρετα αποδεχόταν ή απέρριπτε επιστημονικά πορίσματα (βλ. περιπτώσεις Τσιόδρα, Μαγιορκίνη κλπ.).

Όμως το πλέον ανησυχητικό είναι η συγκαλυμμένη προειδοποίηση του κ. Πέτσα πως «δεν του αρέσει καθόλου» η πολιτικοποίηση της επιστήμης. Προειδοποίηση που φαίνεται πως σκοπό έχει να κάνει οποιονδήποτε επιστήμονα εργάζεται σε κρατικό ερευνητικό φορέα, αλλά και τον ίδιο τον φορέα, να το σκεφτεί δεύτερη φορά πριν δημοσιοποιήσει τα αποτελέσματά του. Βέβαια, στο περιβάλλον της εμπορευματοποιημένης έρευνας, οι μεμονωμένες επιστημονικές απόψεις όταν δημοσιοπούνται, έχουν περιορισμένη βαρύτητα και ενδεχομένως υποκρύπτουν σκοπιμότητες μέσα στο ιδιαίτερα ανταγωνιστικό πλαίσιο των χρηματοδοτήσεων. Όμως, είναι πολύ σημαντικό να δίνονται στη δημοσιότητα αποτελέσματα ερευνητικών οργανισμών και κέντρων, όπου ακολουθούνται συγκεκριμένα πρωτόκολλα και προτυποποιημένες ερευνητικές διαδικασίες. Και αξίζει να υπογραμμίσουμε πόσο σημαντικό είναι να υπάρχουν δημόσια τέτοια κέντρα με κρατική σταθερή χρηματοδότηση, ελεύθερα από δεσμεύσεις του ιδιωτικού τομέα και χωρίς ανάγκη για κυνήγι της χρηματοδότησης, ούτως ώστε ο εκάστοτε ερευνητής να εργάζεται απερίσπαστος και χωρίς εξαρτήσεις και πιέσεις.

Ακόμη και στον αστικό κόσμο είναι υποχρέωση των επιστημόνων η δημοσιοποίηση της επιστημονικής τους έρευνας και αλήθειας στην κοινωνία. Και είναι οι ειδικοί επιστήμονες αυτοί και μόνο αυτοί που μπορούν να αμφισβητήσουν μεθοδολογικά ή και θεωρητικά τα επιστημονικά δεδομένα. Και είναι ευθύνη των πολιτικών να ξεκινούν τη συζήτηση των όποιων μέτρων λαμβάνουν με βάση τα πραγματικά επιστημονικά δεδομένα. Αλλά η συγκεκριμένη κυβέρνηση δεν είναι συνεπής ούτε καν με το ιδεολογικό και θεωρητικό της οπλοστάσιο. Έτσι, την ίδια στιγμή που υλοποιείται η συγκεκριμένη κυβερνητική πρακτική ή μάλλον εξαιτίας αυτής, η αμφισβήτηση από άσχετους περί τη συγκεκριμένη επιστήμη των δημοσιευμένων επιστημονικών αποτελεσμάτων υποσκάπτει επικίνδυνα την εμπιστοσύνη των πολιτών στην επιστημονική κοινότητα και μπορεί να οδηγήσει στη συνολική απαξίωση της επιστημονικής γνώσης από την κοινωνία. Και τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής τα βιώσαμε πρόσφατα, π.χ. στα θέματα των εμβολίων ή των νέων ταυτοτήτων.

Εντέλει, το δόγμα της κυβέρνησής μας φαίνεται να είναι πως η επιστήμη πρέπει να έχει άποψη και να την εκφράζει όταν αυτή συμφέρει το κυβερνητικό αφήγημα. Όταν δεν είναι στα μέτρα του, τότε οφείλει να φέρει την άποψη σε αυτά. Αλλιώς υποσκάπτει το έργο της κυβέρνησης και πρέπει να καταγγελθεί. Στην πράξη, η κυβερνητική πολιτική δημιουργεί τέτοιες συνθήκες στην έρευνα, ώστε η νέα κανονικότητα να είναι τα φαινόμενα εκφυλισμού και σκοταδιασμού της κοινωνίας σε συνδυασμό με την ποδηγέτηση της επιστήμης από συγκεκριμένα συμφέροντα. Όμως, ο επιστήμονας, δίπλα στον ρόλο του στην παραγωγή νέας γνώσης στο αντικείμενό του, έχει πάντα και κοινωνικό ρόλο. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, το χρέος των επιστημόνων είναι η συμβολή της έρευνάς τους στη βελτίωση της καθημερινής ζωής και στην πάλη για μια άλλη κοινωνία όπου η επιστήμη θα είναι απελευθερωτική και παραγωγική δύναμη.

Φραγκίσκος Α. Κουτελιέρης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, υποψήφιος περιφερειακός σύμβουλος Αττικής στον Κεντρικό Τομέα Αθηνών