Skip to content

Ο Ρίτσος, το ψέμα και αυτό που τους πονάει

Εδώ και δύο Σάββατα ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στην
«Καθημερινή» με ύφος χιλίων καρδιναλίων ασχολείται με τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο.
Τα επιχειρήματά του γνωστά. Τα έχουν πει και άλλοι πολλοί πριν από αυτόν. Τα
έλεγαν και όταν ο Ρίτσος ζούσε και γνώριζε από το επίσημο κράτος φυλακίσεις,
διώξεις, εξορίες, λογοκρισία. Τι είπε λοιπόν; Το πρώτο Σάββατο μέμφεται τον
ποιητή ότι υποτασσόταν «σε μια αξία που θεωρείς υπέρτερη της ποιητικής
δημιουργίας και των απαιτήσεών της». Ως παράδειγμα φέρνει και το ποίημα που
υποστηρίζει ότι έγραψε ο Γ. Ρίτσος για τα «σοβιετικά τανκς που
“χόρευαν” στην Πράγα το 1968».
Η κόρη του ποιητή, Ερη Ρίτσου, με ανάρτησή της στο
«Facebook» απάντησε με ένα κείμενο με τίτλο: «Ο Ρίτσος και το ψέμα».
Αναφέροντας χαρακτηριστικά:
«Είδα στην “Καθημερινή” το άρθρο που
επισυνάπτω. Λοιπόν για να τελειώνει αυτή η ιστορία της τεράστιας ψευτιάς που
λέγεται εδώ και χρόνια και που παρ’ όλες τις διαψεύσεις επαναλαμβάνεται ξανά
και ξανά. Ο Ρίτσος ουδέποτε έγραψε ποίημα για να υμνήσει τα σοβιετικά τανκς που
“χόρευαν” στην Πράγα και ουδέποτε αναφέρθηκε σε αυτά. Το όλο θέμα
ξεκίνησε από μια προσωπική συζήτηση που είχε γίνει παρόντος του δημοσιογράφου
κ. Γιώργου Λιάνη. Ο Ρίτσος είχε γυρίσει από τη Μόσχα όπου είχε παρακολουθήσει
την παρέλαση της Πρωτομαγιάς και αυτήν περιέγραφε λέγοντας πόσο τον είχε
εντυπωσιάσει “η χαρά του κόσμου που περνούσε, κρατώντας λουλούδια, οι
μανάδες με τα μωρά αγκαλιά, οι γέροι με τα παράσημα στο στήθος, παντού
χαμόγελα, λουλούδια και μπαλόνια. Μια τεράστια γιορτή. Και ήταν τέτοια η
ατμόσφαιρα της χαράς που ακόμα και στην στρατιωτική παρέλαση είχες την εντύπωση
πως και τα τανκς χόρευαν”. Αυτή την περιγραφή σε μια καθαρά προσωπική
κουβέντα, την πήρε ο κ. Λιάνης και την επόμενη μέρα την έκανε ρεπορτάζ
γράφοντας πως τα “τανκς χορεύουν” και έτσι ξεκίνησε όλη αυτή η
ιστορία που στη συνέχεια έγινε “τα σοβιετικά τανκς που μπήκαν στην Πράγα
χορεύουν” και στη συνέχεια έγινε “Ο Ρίτσος έγραψε ποίημα για τα
σοβιετικά τανκς που μπήκαν στην Πράγα χορεύοντας”. Βεβαίως, ο κ. Λιάνης τα
διέψευσε όλα αυτά και έγραψε το τι πραγματικά είχε ειπωθεί και πώς, αλλά φυσικά
κανείς δεν έδωσε σημασία στη διάψευση, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα σε τέτοιες
περιπτώσεις. Ο ίδιος ο Ρίτσος, άνθρωπος εξαιρετικά αξιοπρεπής και περήφανος,
δεν θέλησε ποτέ να απαντήσει σε όσα γελοία γράφτηκαν σχετικά με το θέμα και από
“επώνυμους αριστερούς” της εποχής, θεωρώντας υποτιμητικό για κείνον
να απαντήσει σε ένα ψεύδος και να “δικαιολογηθεί” για κάτι που ποτέ
δεν είπε ή έκανε».

Ο Τ. Θεοδωρόπουλος όμως «ξαναχτυπά» και αυτό το
Σάββατο. Αν και ομολογεί το ψέμα του πρώτου σημειώματος, συνεχίζει να
υποστηρίζει ότι ναι μεν «ο Ρίτσος έχει γράψει εξαιρετική ποίηση», έχει γράψει
όμως «και πολύ κακή ποίηση» και ότι το μεγάλο θέμα είναι «η υποταγή του
αριστερού διανοουμένου στην κομματική νομιμοφροσύνη». Αυτό λοιπόν είναι το
μεγάλο του πρόβλημα! Η στράτευση του καλλιτέχνη στον κόσμο των πιο πρωτοπόρων
ιδεών, η ένταξή του στο ΚΚΕ, η ικανότητα που του έδωσε αυτή η θεωρία και αυτή η
επιλογή ζωής να καταφέρει να κρατήσει «ως την άκρη την ανθρώπινη ευθύνη, μέσα
στο αδιάψευστο φως, όταν χιλιάδες μάτια σε βλέπουν και χιλιάδες αυτιά σ’
ακούν»
. Για τον Ρίτσο η ποίηση οφείλει να είναι «οδηγός μάχης» για τη ζωή, «ένα
όπλο και μια σημαία»
στα χέρια του λαού στον αγώνα του για το φωτεινό μέλλον
της ανθρωπότητας. Και αυτό ενοχλούσε και συνεχίζει να ενοχλεί…
Όσο γι’ αυτήν τη νέα λογοκρισία που γνωρίζει ο
Ρίτσος στις μέρες μας, σχετικά με το διαχωρισμό της ποίησής του σε «σπουδαία»
και μη, για τα επικαιρικά του ποιήματα, που τα κατατάσσουν στη «μη ποίηση», ο
Ρίτσος φρόντισε και μέσα από το έργο του να απαντήσει:
«Αν ήθελα να σφαντάξω μπορούσα να πετάξω

ξέρω καλά τα μυστικά των πουλιών όπως και της
σιωπής.

Προτίμησα τη γη, κάθουμαι κατάχαμα στο ζεστό χώμα.

Μοιράζομαι τη μοίρα τους και την παλεύω.

Είπα ναι και κόκκινο

όπου έπρεπε είπα όχι στους άλλους και σε μένα.

Έχω τη λαδωμένη τραγιάσκα του Λένιν, μια οδοντόβουρτσα,
μια τσατσάρα

φτιάχνω σταμνιά, τσουκάλια, αγαλμάτια με αργιλόχωμα.

Φτιάχνω με λυγαριά και καλάμι καλάθια για τ’ αυγά
και τα μήλα

φτιάχνω ποιήματα για μικρούς και μεγάλους,
πεθαμένους κι αγέννητους».